- ευσεβες
- εὐσεβέςτό Soph., Eur., Plat., pl. Dem. = εὐσέβεια См. ευσεβεια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὐσεβές — εὐσεβής pious masc/fem voc sg εὐσεβής pious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благочьстивыи — (209) пр. 1.Православный, основанный на благочестии; святой: Вѣра права и дѣла бл҃гочьстива. (ϑεοσεβῆ) Изб 1076, 154 об.; благочьстивы˫а вьсѩ христовы оувѣдѣвъша заповѣди божьствьны˫а. Стих 1156 1163, 72 об.; то же Мин XII (июль), 113; и цвьтѩше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
добровѣрованьѥ — ДОБРОВѢРОВАНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. То же, что добровѣрьство в 1 знач.: Сего же ми сѩ мнѩ(т) стыдѩще исповѣда(н)˫а. и вечернии же и сточнии. ѥлико же жителное ови домысли имѩху добровѣрованье. (τὸ εὐσεβές) ГБ XIV, 191а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CASTRA — I. CASTRA Indiae intra Gangem oppid. Ptol. Norici urbs Antonin. Alia quoque Macedoniae inter Lychnidum et Heracliam. Idem. II. CASTRA interdum domus seu Palatium Principis, ac comitatus, Casaubono ad Capitolin. in Antonino Pio, c. 7. unde… … Hofmann J. Lexicon universale
ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ … Dictionary of Greek
ευσεβόφρων — εὐσεβόφρων, ὁ (Α) αυτός που έχει ευσεβές φρόνημα. επίρρ... ευσεβοφρόνως (ΑΜ) σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φρων (< φρην), πρβλ. αλλό φρων, εχέ φρων] … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek
αγιοποιώ — αγιοποίησα 1. ανακηρύσσω κάποιο ευσεβές πρόσωπο ως άγιο. 2. θεωρώ κάτι ως άγιο, ιερό: Το γερο Ματθαίο οι συντοπίτες του τον είχαν σχεδόν αγιοποιήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)